Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατοπτρῖτις
κατοπτροειδής
κάτοπτρον
κατοργανίζω
κατοργάς
κατοργιάζω
κατοργόω
κάτορθος
κατορθόω
κατόρθωμα
κατόρθωσις
κατορθωτέον
κατορθωτής
κατορθωτικός
κατορούω
κατορρωδέω
κατορυκτός
κατόρυξις
κατορύσσω
κατορυχή
κατορφνάομαι
View word page
κατόρθωσις
a setting straight: successful accomplishment
ShortDef
a setting straight: successful accomplishment
Debugging
Headword:
κατόρθωσις
Headword (normalized):
κατόρθωσις
Headword (normalized/stripped):
κατορθωσις
IDX:
47398
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47399
Key:
Data
{'content': 'a setting straight: successful accomplishment'}