Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατοπτρικός
κατοπτρῖτις
κατοπτροειδής
κάτοπτρον
κατοργανίζω
κατοργάς
κατοργιάζω
κατοργόω
κάτορθος
κατορθόω
κατόρθωμα
κατόρθωσις
κατορθωτέον
κατορθωτής
κατορθωτικός
κατορούω
κατορρωδέω
κατορυκτός
κατόρυξις
κατορύσσω
κατορυχή
View word page
κατόρθωμα
success
ShortDef
success
Debugging
Headword:
κατόρθωμα
Headword (normalized):
κατόρθωμα
Headword (normalized/stripped):
κατορθωμα
IDX:
47397
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47398
Key:
Data
{'content': 'success'}