Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατοπτρίζω
κατοπτρικός
κατοπτρῖτις
κατοπτροειδής
κάτοπτρον
κατοργανίζω
κατοργάς
κατοργιάζω
κατοργόω
κάτορθος
κατορθόω
κατόρθωμα
κατόρθωσις
κατορθωτέον
κατορθωτής
κατορθωτικός
κατορούω
κατορρωδέω
κατορυκτός
κατόρυξις
κατορύσσω
View word page
κατορθόω
to set upright, erect

ShortDef

to set upright, erect

Debugging

Headword:
κατορθόω
Headword (normalized):
κατορθόω
Headword (normalized/stripped):
κατορθοω
IDX:
47396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47397
Key:

Data

{'content': 'to set upright, erect'}