Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κάτοπτος2
κατοπτρίζω
κατοπτρικός
κατοπτρῖτις
κατοπτροειδής
κάτοπτρον
κατοργανίζω
κατοργάς
κατοργιάζω
κατοργόω
κάτορθος
κατορθόω
κατόρθωμα
κατόρθωσις
κατορθωτέον
κατορθωτής
κατορθωτικός
κατορούω
κατορρωδέω
κατορυκτός
κατόρυξις
View word page
κάτορθος
straight

ShortDef

straight

Debugging

Headword:
κάτορθος
Headword (normalized):
κάτορθος
Headword (normalized/stripped):
κατορθος
IDX:
47395
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47396
Key:

Data

{'content': 'straight'}