Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κάτοπτος
κάτοπτος2
κατοπτρίζω
κατοπτρικός
κατοπτρῖτις
κατοπτροειδής
κάτοπτρον
κατοργανίζω
κατοργάς
κατοργιάζω
κατοργόω
κάτορθος
κατορθόω
κατόρθωμα
κατόρθωσις
κατορθωτέον
κατορθωτής
κατορθωτικός
κατορούω
κατορρωδέω
κατορυκτός
View word page
κατοργόω
we have quarrelled with each other
ShortDef
we have quarrelled with each other
Debugging
Headword:
κατοργόω
Headword (normalized):
κατοργόω
Headword (normalized/stripped):
κατοργοω
IDX:
47394
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47395
Key:
Data
{'content': 'we have quarrelled with each other'}