Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατοπτίλλεταί
κάτοπτος
κάτοπτος2
κατοπτρίζω
κατοπτρικός
κατοπτρῖτις
κατοπτροειδής
κάτοπτρον
κατοργανίζω
κατοργάς
κατοργιάζω
κατοργόω
κάτορθος
κατορθόω
κατόρθωμα
κατόρθωσις
κατορθωτέον
κατορθωτής
κατορθωτικός
κατορούω
κατορρωδέω
View word page
κατοργιάζω
to initiate in orgies

ShortDef

to initiate in orgies

Debugging

Headword:
κατοργιάζω
Headword (normalized):
κατοργιάζω
Headword (normalized/stripped):
κατοργιαζω
IDX:
47393
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47394
Key:

Data

{'content': 'to initiate in orgies'}