Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατόπτης
κατόπτησις
κατοπτικός
κατοπτίλλεταί
κάτοπτος
κάτοπτος2
κατοπτρίζω
κατοπτρικός
κατοπτρῖτις
κατοπτροειδής
κάτοπτρον
κατοργανίζω
κατοργάς
κατοργιάζω
κατοργόω
κάτορθος
κατορθόω
κατόρθωμα
κατόρθωσις
κατορθωτέον
κατορθωτής
View word page
κάτοπτρον
a mirror
ShortDef
a mirror
Debugging
Headword:
κάτοπτρον
Headword (normalized):
κάτοπτρον
Headword (normalized/stripped):
κατοπτρον
IDX:
47390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47391
Key:
Data
{'content': 'a mirror'}