Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἀμοργός
ἀμοργός2
Ἀμοργοῦς
ἀμορία
ἄμορος
ἀμορφία
ἄμορφος
ἀμορφόω
ἀμόρφωτος
ἆμος
ἀμός
ἁμός
ἁμός2
ἀμόσχευτος
ἄμοτον
ἄμοτος
ἁμοῦ
ἀμουσία
ἀμουσολογία
ἄμουσος
ἀμοχθεί
View word page
ἀμός
our, my > ἐμός
ShortDef
our, my > ἐμός
Debugging
Headword:
ἀμός
Headword (normalized):
ἀμός
Headword (normalized/stripped):
αμος
IDX:
4738
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4739
Key:
Data
{'content': 'our, my > ἐμός'}