Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατοπτεύω
κατοπτήρ
κατοπτήριος
κατόπτης
κατόπτησις
κατοπτικός
κατοπτίλλεταί
κάτοπτος
κάτοπτος2
κατοπτρίζω
κατοπτρικός
κατοπτρῖτις
κατοπτροειδής
κάτοπτρον
κατοργανίζω
κατοργάς
κατοργιάζω
κατοργόω
κάτορθος
κατορθόω
κατόρθωμα
View word page
κατοπτρικός
of or in a mirror

ShortDef

of or in a mirror

Debugging

Headword:
κατοπτρικός
Headword (normalized):
κατοπτρικός
Headword (normalized/stripped):
κατοπτρικος
IDX:
47387
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47388
Key:

Data

{'content': 'of or in a mirror'}