Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατοπτευτήριος
κατοπτεύω
κατοπτήρ
κατοπτήριος
κατόπτης
κατόπτησις
κατοπτικός
κατοπτίλλεταί
κάτοπτος
κάτοπτος2
κατοπτρίζω
κατοπτρικός
κατοπτρῖτις
κατοπτροειδής
κάτοπτρον
κατοργανίζω
κατοργάς
κατοργιάζω
κατοργόω
κάτορθος
κατορθόω
View word page
κατοπτρίζω
to shew as in a mirror

ShortDef

to shew as in a mirror

Debugging

Headword:
κατοπτρίζω
Headword (normalized):
κατοπτρίζω
Headword (normalized/stripped):
κατοπτριζω
IDX:
47386
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47387
Key:

Data

{'content': 'to shew as in a mirror'}