Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατόπτευσις
κατοπτευτήριος
κατοπτεύω
κατοπτήρ
κατοπτήριος
κατόπτης
κατόπτησις
κατοπτικός
κατοπτίλλεταί
κάτοπτος
κάτοπτος2
κατοπτρίζω
κατοπτρικός
κατοπτρῖτις
κατοπτροειδής
κάτοπτρον
κατοργανίζω
κατοργάς
κατοργιάζω
κατοργόω
κάτορθος
View word page
κάτοπτος2
dried-up

ShortDef

to be seen, visible
dried-up

Debugging

Headword:
κάτοπτος2
Headword (normalized):
κάτοπτος
Headword (normalized/stripped):
κατοπτος2
IDX:
47385
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47386
Key:

Data

{'content': 'dried-up'}