Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατοπτεία
κατόπτευσις
κατοπτευτήριος
κατοπτεύω
κατοπτήρ
κατοπτήριος
κατόπτης
κατόπτησις
κατοπτικός
κατοπτίλλεταί
κάτοπτος
κάτοπτος2
κατοπτρίζω
κατοπτρικός
κατοπτρῖτις
κατοπτροειδής
κάτοπτρον
κατοργανίζω
κατοργάς
κατοργιάζω
κατοργόω
View word page
κάτοπτος
to be seen, visible

ShortDef

to be seen, visible
dried-up

Debugging

Headword:
κάτοπτος
Headword (normalized):
κάτοπτος
Headword (normalized/stripped):
κατοπτος
IDX:
47384
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47385
Key:

Data

{'content': 'to be seen, visible'}