Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατοπτάω
κατοπτεία
κατόπτευσις
κατοπτευτήριος
κατοπτεύω
κατοπτήρ
κατοπτήριος
κατόπτης
κατόπτησις
κατοπτικός
κατοπτίλλεταί
κάτοπτος
κάτοπτος2
κατοπτρίζω
κατοπτρικός
κατοπτρῖτις
κατοπτροειδής
κάτοπτρον
κατοργανίζω
κατοργάς
κατοργιάζω
View word page
κατοπτίλλεταί
[Dor.]

ShortDef

[Dor.]

Debugging

Headword:
κατοπτίλλεταί
Headword (normalized):
κατοπτίλλεταί
Headword (normalized/stripped):
κατοπτιλλεται
IDX:
47383
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47384
Key:

Data

{'content': '[Dor.]'}