Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατόπισθεν
κατοπτάω
κατοπτεία
κατόπτευσις
κατοπτευτήριος
κατοπτεύω
κατοπτήρ
κατοπτήριος
κατόπτης
κατόπτησις
κατοπτικός
κατοπτίλλεταί
κάτοπτος
κάτοπτος2
κατοπτρίζω
κατοπτρικός
κατοπτρῖτις
κατοπτροειδής
κάτοπτρον
κατοργανίζω
κατοργάς
View word page
κατοπτικός
(νόμος) concerning the κατόπτης

ShortDef

(νόμος) concerning the κατόπτης

Debugging

Headword:
κατοπτικός
Headword (normalized):
κατοπτικός
Headword (normalized/stripped):
κατοπτικος
IDX:
47382
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47383
Key:

Data

{'content': '(νόμος) concerning the κατόπτης'}