Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατόπισθε
κατόπισθεν
κατοπτάω
κατοπτεία
κατόπτευσις
κατοπτευτήριος
κατοπτεύω
κατοπτήρ
κατοπτήριος
κατόπτης
κατόπτησις
κατοπτικός
κατοπτίλλεταί
κάτοπτος
κάτοπτος2
κατοπτρίζω
κατοπτρικός
κατοπτρῖτις
κατοπτροειδής
κάτοπτρον
κατοργανίζω
View word page
κατόπτησις
roasting

ShortDef

roasting

Debugging

Headword:
κατόπτησις
Headword (normalized):
κατόπτησις
Headword (normalized/stripped):
κατοπτησις
IDX:
47381
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47382
Key:

Data

{'content': 'roasting'}