Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατόπιν
κατόπισθε
κατόπισθεν
κατοπτάω
κατοπτεία
κατόπτευσις
κατοπτευτήριος
κατοπτεύω
κατοπτήρ
κατοπτήριος
κατόπτης
κατόπτησις
κατοπτικός
κατοπτίλλεταί
κάτοπτος
κάτοπτος2
κατοπτρίζω
κατοπτρικός
κατοπτρῖτις
κατοπτροειδής
κάτοπτρον
View word page
κατόπτης
a spy, scout

ShortDef

a spy, scout

Debugging

Headword:
κατόπτης
Headword (normalized):
κατόπτης
Headword (normalized/stripped):
κατοπτης
IDX:
47380
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47381
Key:

Data

{'content': 'a spy, scout'}