Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατοπάζω
κατόπιν
κατόπισθε
κατόπισθεν
κατοπτάω
κατοπτεία
κατόπτευσις
κατοπτευτήριος
κατοπτεύω
κατοπτήρ
κατοπτήριος
κατόπτης
κατόπτησις
κατοπτικός
κατοπτίλλεταί
κάτοπτος
κάτοπτος2
κατοπτρίζω
κατοπτρικός
κατοπτρῖτις
κατοπτροειδής
View word page
κατοπτήριος
height which commands a view
ShortDef
height which commands a view
Debugging
Headword:
κατοπτήριος
Headword (normalized):
κατοπτήριος
Headword (normalized/stripped):
κατοπτηριος
IDX:
47379
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47380
Key:
Data
{'content': 'height which commands a view'}