Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀμοργός
Ἀμοργός
ἀμοργός2
Ἀμοργοῦς
ἀμορία
ἄμορος
ἀμορφία
ἄμορφος
ἀμορφόω
ἀμόρφωτος
ἆμος
ἀμός
ἁμός
ἁμός2
ἀμόσχευτος
ἄμοτον
ἄμοτος
ἁμοῦ
ἀμουσία
ἀμουσολογία
ἄμουσος
View word page
ἆμος
(Dor. > ἦμος) as, when
ShortDef
(Dor. > ἦμος) as, when
Debugging
Headword:
ἆμος
Headword (normalized):
ἆμος
Headword (normalized/stripped):
αμος
IDX:
4737
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4738
Key:
Data
{'content': '(Dor. > ἦμος) as, when'}