Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κάτοξυς
κατοπάζω
κατόπιν
κατόπισθε
κατόπισθεν
κατοπτάω
κατοπτεία
κατόπτευσις
κατοπτευτήριος
κατοπτεύω
κατοπτήρ
κατοπτήριος
κατόπτης
κατόπτησις
κατοπτικός
κατοπτίλλεταί
κάτοπτος
κάτοπτος2
κατοπτρίζω
κατοπτρικός
κατοπτρῖτις
View word page
κατοπτήρ
spy, scout

ShortDef

spy, scout

Debugging

Headword:
κατοπτήρ
Headword (normalized):
κατοπτήρ
Headword (normalized/stripped):
κατοπτηρ
IDX:
47378
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47379
Key:

Data

{'content': 'spy, scout'}