Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατονόμαστος
κάτοξος
κατοξύνω
κάτοξυς
κατοπάζω
κατόπιν
κατόπισθε
κατόπισθεν
κατοπτάω
κατοπτεία
κατόπτευσις
κατοπτευτήριος
κατοπτεύω
κατοπτήρ
κατοπτήριος
κατόπτης
κατόπτησις
κατοπτικός
κατοπτίλλεταί
κάτοπτος
κάτοπτος2
View word page
κατόπτευσις
observation

ShortDef

observation

Debugging

Headword:
κατόπτευσις
Headword (normalized):
κατόπτευσις
Headword (normalized/stripped):
κατοπτευσις
IDX:
47375
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47376
Key:

Data

{'content': 'observation'}