Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀμοργίτης
ἀμοργός
Ἀμοργός
ἀμοργός2
Ἀμοργοῦς
ἀμορία
ἄμορος
ἀμορφία
ἄμορφος
ἀμορφόω
ἀμόρφωτος
ἆμος
ἀμός
ἁμός
ἁμός2
ἀμόσχευτος
ἄμοτον
ἄμοτος
ἁμοῦ
ἀμουσία
ἀμουσολογία
View word page
ἀμόρφωτος
not formed, unwrought

ShortDef

not formed, unwrought

Debugging

Headword:
ἀμόρφωτος
Headword (normalized):
ἀμόρφωτος
Headword (normalized/stripped):
αμορφωτος
IDX:
4736
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4737
Key:

Data

{'content': 'not formed, unwrought'}