Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατόμνυμι
κατομόργνυμι
κατομφάλιος
κατονίναμαι
κατονομάζω
κατόνομαι
κατονομαξία
κατονομασία
κατονόμαστος
κάτοξος
κατοξύνω
κάτοξυς
κατοπάζω
κατόπιν
κατόπισθε
κατόπισθεν
κατοπτάω
κατοπτεία
κατόπτευσις
κατοπτευτήριος
κατοπτεύω
View word page
κατοξύνω
hasten on

ShortDef

hasten on

Debugging

Headword:
κατοξύνω
Headword (normalized):
κατοξύνω
Headword (normalized/stripped):
κατοξυνω
IDX:
47367
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47368
Key:

Data

{'content': 'hasten on'}