Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατολοφύρομαι
κατομβρέομαι
κατομβρία
κατόμβριμος
κάτομβρος
κατόμνυμι
κατομόργνυμι
κατομφάλιος
κατονίναμαι
κατονομάζω
κατόνομαι
κατονομαξία
κατονομασία
κατονόμαστος
κάτοξος
κατοξύνω
κάτοξυς
κατοπάζω
κατόπιν
κατόπισθε
κατόπισθεν
View word page
κατόνομαι
to censure bitterly, depreciate, abuse

ShortDef

to censure bitterly, depreciate, abuse

Debugging

Headword:
κατόνομαι
Headword (normalized):
κατόνομαι
Headword (normalized/stripped):
κατονομαι
IDX:
47362
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47363
Key:

Data

{'content': 'to censure bitterly, depreciate, abuse'}