Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατοκλάζω
κατοκνέω
κατοκωχή
κατοκώχιμος
κατολιγωρέω
κατολισθάνω
κατολίσθησις
κατόλλυμι
κατολολύζω
κατολοφύρομαι
κατομβρέομαι
κατομβρία
κατόμβριμος
κάτομβρος
κατόμνυμι
κατομόργνυμι
κατομφάλιος
κατονίναμαι
κατονομάζω
κατόνομαι
κατονομαξία
View word page
κατομβρέομαι
to be rained on, drenched

ShortDef

to be rained on, drenched

Debugging

Headword:
κατομβρέομαι
Headword (normalized):
κατομβρέομαι
Headword (normalized/stripped):
κατομβρεομαι
IDX:
47353
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47354
Key:

Data

{'content': 'to be rained on, drenched'}