Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατοίχομαι
κατοιωνίζομαι
κατοκλάζω
κατοκνέω
κατοκωχή
κατοκώχιμος
κατολιγωρέω
κατολισθάνω
κατολίσθησις
κατόλλυμι
κατολολύζω
κατολοφύρομαι
κατομβρέομαι
κατομβρία
κατόμβριμος
κάτομβρος
κατόμνυμι
κατομόργνυμι
κατομφάλιος
κατονίναμαι
κατονομάζω
View word page
κατολολύζω
to shriek over

ShortDef

to shriek over

Debugging

Headword:
κατολολύζω
Headword (normalized):
κατολολύζω
Headword (normalized/stripped):
κατολολυζω
IDX:
47351
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47352
Key:

Data

{'content': 'to shriek over'}