Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατοιχνέω
κατοίχομαι
κατοιωνίζομαι
κατοκλάζω
κατοκνέω
κατοκωχή
κατοκώχιμος
κατολιγωρέω
κατολισθάνω
κατολίσθησις
κατόλλυμι
κατολολύζω
κατολοφύρομαι
κατομβρέομαι
κατομβρία
κατόμβριμος
κάτομβρος
κατόμνυμι
κατομόργνυμι
κατομφάλιος
κατονίναμαι
View word page
κατόλλυμι
to destroy utterly

ShortDef

to destroy utterly

Debugging

Headword:
κατόλλυμι
Headword (normalized):
κατόλλυμι
Headword (normalized/stripped):
κατολλυμι
IDX:
47350
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47351
Key:

Data

{'content': 'to destroy utterly'}