Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄμοργις
ἀμοργίτας
Ἀμοργίτης
ἀμοργός
Ἀμοργός
ἀμοργός2
Ἀμοργοῦς
ἀμορία
ἄμορος
ἀμορφία
ἄμορφος
ἀμορφόω
ἀμόρφωτος
ἆμος
ἀμός
ἁμός
ἁμός2
ἀμόσχευτος
ἄμοτον
ἄμοτος
ἁμοῦ
View word page
ἄμορφος
misshapen, unsightly

ShortDef

misshapen, unsightly

Debugging

Headword:
ἄμορφος
Headword (normalized):
ἄμορφος
Headword (normalized/stripped):
αμορφος
IDX:
4734
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4735
Key:

Data

{'content': 'misshapen, unsightly'}