Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κάτοινος
κατοίομαι
κατοιχνέω
κατοίχομαι
κατοιωνίζομαι
κατοκλάζω
κατοκνέω
κατοκωχή
κατοκώχιμος
κατολιγωρέω
κατολισθάνω
κατολίσθησις
κατόλλυμι
κατολολύζω
κατολοφύρομαι
κατομβρέομαι
κατομβρία
κατόμβριμος
κάτομβρος
κατόμνυμι
κατομόργνυμι
View word page
κατολισθάνω
to slip
ShortDef
to slip
Debugging
Headword:
κατολισθάνω
Headword (normalized):
κατολισθάνω
Headword (normalized/stripped):
κατολισθανω
IDX:
47348
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47349
Key:
Data
{'content': 'to slip'}