Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατοιμώζω
κατοινόομαι
κάτοινος
κατοίομαι
κατοιχνέω
κατοίχομαι
κατοιωνίζομαι
κατοκλάζω
κατοκνέω
κατοκωχή
κατοκώχιμος
κατολιγωρέω
κατολισθάνω
κατολίσθησις
κατόλλυμι
κατολολύζω
κατολοφύρομαι
κατομβρέομαι
κατομβρία
κατόμβριμος
κάτομβρος
View word page
κατοκώχιμος
capable of being possessed
ShortDef
capable of being possessed
Debugging
Headword:
κατοκώχιμος
Headword (normalized):
κατοκώχιμος
Headword (normalized/stripped):
κατοκωχιμος
IDX:
47346
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47347
Key:
Data
{'content': 'capable of being possessed'}