Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κάτοικτος
κατοιμώζω
κατοινόομαι
κάτοινος
κατοίομαι
κατοιχνέω
κατοίχομαι
κατοιωνίζομαι
κατοκλάζω
κατοκνέω
κατοκωχή
κατοκώχιμος
κατολιγωρέω
κατολισθάνω
κατολίσθησις
κατόλλυμι
κατολολύζω
κατολοφύρομαι
κατομβρέομαι
κατομβρία
κατόμβριμος
View word page
κατοκωχή
a being possessed, possession
ShortDef
a being possessed, possession
Debugging
Headword:
κατοκωχή
Headword (normalized):
κατοκωχή
Headword (normalized/stripped):
κατοκωχη
IDX:
47345
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47346
Key:
Data
{'content': 'a being possessed, possession'}