Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατοίκτισις
κάτοικτος
κατοιμώζω
κατοινόομαι
κάτοινος
κατοίομαι
κατοιχνέω
κατοίχομαι
κατοιωνίζομαι
κατοκλάζω
κατοκνέω
κατοκωχή
κατοκώχιμος
κατολιγωρέω
κατολισθάνω
κατολίσθησις
κατόλλυμι
κατολολύζω
κατολοφύρομαι
κατομβρέομαι
κατομβρία
View word page
κατοκνέω
to shrink from
ShortDef
to shrink from
Debugging
Headword:
κατοκνέω
Headword (normalized):
κατοκνέω
Headword (normalized/stripped):
κατοκνεω
IDX:
47344
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47345
Key:
Data
{'content': 'to shrink from'}