Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατοικτείρω
κατοικτίζω
κατοίκτισις
κάτοικτος
κατοιμώζω
κατοινόομαι
κάτοινος
κατοίομαι
κατοιχνέω
κατοίχομαι
κατοιωνίζομαι
κατοκλάζω
κατοκνέω
κατοκωχή
κατοκώχιμος
κατολιγωρέω
κατολισθάνω
κατολίσθησις
κατόλλυμι
κατολολύζω
κατολοφύρομαι
View word page
κατοιωνίζομαι
take as an omen

ShortDef

take as an omen

Debugging

Headword:
κατοιωνίζομαι
Headword (normalized):
κατοιωνίζομαι
Headword (normalized/stripped):
κατοιωνιζομαι
IDX:
47342
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47343
Key:

Data

{'content': 'take as an omen'}