Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατοικοφθορέω
κατοικτείρω
κατοικτίζω
κατοίκτισις
κάτοικτος
κατοιμώζω
κατοινόομαι
κάτοινος
κατοίομαι
κατοιχνέω
κατοίχομαι
κατοιωνίζομαι
κατοκλάζω
κατοκνέω
κατοκωχή
κατοκώχιμος
κατολιγωρέω
κατολισθάνω
κατολίσθησις
κατόλλυμι
κατολολύζω
View word page
κατοίχομαι
to have gone down

ShortDef

to have gone down

Debugging

Headword:
κατοίχομαι
Headword (normalized):
κατοίχομαι
Headword (normalized/stripped):
κατοιχομαι
IDX:
47341
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47342
Key:

Data

{'content': 'to have gone down'}