Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατοικονομέω
κάτοικος
κατοικοφθορέω
κατοικτείρω
κατοικτίζω
κατοίκτισις
κάτοικτος
κατοιμώζω
κατοινόομαι
κάτοινος
κατοίομαι
κατοιχνέω
κατοίχομαι
κατοιωνίζομαι
κατοκλάζω
κατοκνέω
κατοκωχή
κατοκώχιμος
κατολιγωρέω
κατολισθάνω
κατολίσθησις
View word page
κατοίομαι
to be conceited of oneself
ShortDef
to be conceited of oneself
Debugging
Headword:
κατοίομαι
Headword (normalized):
κατοίομαι
Headword (normalized/stripped):
κατοιομαι
IDX:
47339
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47340
Key:
Data
{'content': 'to be conceited of oneself'}