Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀμοργίς
ἄμοργις
ἀμοργίτας
Ἀμοργίτης
ἀμοργός
Ἀμοργός
ἀμοργός2
Ἀμοργοῦς
ἀμορία
ἄμορος
ἀμορφία
ἄμορφος
ἀμορφόω
ἀμόρφωτος
ἆμος
ἀμός
ἁμός
ἁμός2
ἀμόσχευτος
ἄμοτον
ἄμοτος
View word page
ἀμορφία
unshapeliness, unsightliness
ShortDef
unshapeliness, unsightliness
Debugging
Headword:
ἀμορφία
Headword (normalized):
ἀμορφία
Headword (normalized/stripped):
αμορφια
IDX:
4733
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4734
Key:
Data
{'content': 'unshapeliness, unsightliness'}