Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατοικιστής
κατοικοδομέω
κατοικονομέω
κάτοικος
κατοικοφθορέω
κατοικτείρω
κατοικτίζω
κατοίκτισις
κάτοικτος
κατοιμώζω
κατοινόομαι
κάτοινος
κατοίομαι
κατοιχνέω
κατοίχομαι
κατοιωνίζομαι
κατοκλάζω
κατοκνέω
κατοκωχή
κατοκώχιμος
κατολιγωρέω
View word page
κατοινόομαι
to be drunken

ShortDef

to be drunken

Debugging

Headword:
κατοινόομαι
Headword (normalized):
κατοινόομαι
Headword (normalized/stripped):
κατοινοομαι
IDX:
47337
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47338
Key:

Data

{'content': 'to be drunken'}