Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατοικισμός
κατοικιστής
κατοικοδομέω
κατοικονομέω
κάτοικος
κατοικοφθορέω
κατοικτείρω
κατοικτίζω
κατοίκτισις
κάτοικτος
κατοιμώζω
κατοινόομαι
κάτοινος
κατοίομαι
κατοιχνέω
κατοίχομαι
κατοιωνίζομαι
κατοκλάζω
κατοκνέω
κατοκωχή
κατοκώχιμος
View word page
κατοιμώζω
to bewail, lament

ShortDef

to bewail, lament

Debugging

Headword:
κατοιμώζω
Headword (normalized):
κατοιμώζω
Headword (normalized/stripped):
κατοιμωζω
IDX:
47336
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47337
Key:

Data

{'content': 'to bewail, lament'}