Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατοίκισις
κατοικισμός
κατοικιστής
κατοικοδομέω
κατοικονομέω
κάτοικος
κατοικοφθορέω
κατοικτείρω
κατοικτίζω
κατοίκτισις
κάτοικτος
κατοιμώζω
κατοινόομαι
κάτοινος
κατοίομαι
κατοιχνέω
κατοίχομαι
κατοιωνίζομαι
κατοκλάζω
κατοκνέω
κατοκωχή
View word page
κάτοικτος
pitiable

ShortDef

pitiable

Debugging

Headword:
κάτοικτος
Headword (normalized):
κάτοικτος
Headword (normalized/stripped):
κατοικτος
IDX:
47335
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47336
Key:

Data

{'content': 'pitiable'}