Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατοικικός
κατοίκισις
κατοικισμός
κατοικιστής
κατοικοδομέω
κατοικονομέω
κάτοικος
κατοικοφθορέω
κατοικτείρω
κατοικτίζω
κατοίκτισις
κάτοικτος
κατοιμώζω
κατοινόομαι
κάτοινος
κατοίομαι
κατοιχνέω
κατοίχομαι
κατοιωνίζομαι
κατοκλάζω
κατοκνέω
View word page
κατοίκτισις
compassion
ShortDef
compassion
Debugging
Headword:
κατοίκτισις
Headword (normalized):
κατοίκτισις
Headword (normalized/stripped):
κατοικτισις
IDX:
47334
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47335
Key:
Data
{'content': 'compassion'}