Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατοικίζω
κατοικικός
κατοίκισις
κατοικισμός
κατοικιστής
κατοικοδομέω
κατοικονομέω
κάτοικος
κατοικοφθορέω
κατοικτείρω
κατοικτίζω
κατοίκτισις
κάτοικτος
κατοιμώζω
κατοινόομαι
κάτοινος
κατοίομαι
κατοιχνέω
κατοίχομαι
κατοιωνίζομαι
κατοκλάζω
View word page
κατοικτίζω
to bewail oneself, utter lamentations

ShortDef

to bewail oneself, utter lamentations

Debugging

Headword:
κατοικτίζω
Headword (normalized):
κατοικτίζω
Headword (normalized/stripped):
κατοικτιζω
IDX:
47333
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47334
Key:

Data

{'content': 'to bewail oneself, utter lamentations'}