Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατοικίδιος
κατοικίζω
κατοικικός
κατοίκισις
κατοικισμός
κατοικιστής
κατοικοδομέω
κατοικονομέω
κάτοικος
κατοικοφθορέω
κατοικτείρω
κατοικτίζω
κατοίκτισις
κάτοικτος
κατοιμώζω
κατοινόομαι
κάτοινος
κατοίομαι
κατοιχνέω
κατοίχομαι
κατοιωνίζομαι
View word page
κατοικτείρω
to have mercy
ShortDef
to have mercy
Debugging
Headword:
κατοικτείρω
Headword (normalized):
κατοικτείρω
Headword (normalized/stripped):
κατοικτειρω
IDX:
47332
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47333
Key:
Data
{'content': 'to have mercy'}