Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατοίκια
κατοικίδιος
κατοικίζω
κατοικικός
κατοίκισις
κατοικισμός
κατοικιστής
κατοικοδομέω
κατοικονομέω
κάτοικος
κατοικοφθορέω
κατοικτείρω
κατοικτίζω
κατοίκτισις
κάτοικτος
κατοιμώζω
κατοινόομαι
κάτοινος
κατοίομαι
κατοιχνέω
κατοίχομαι
View word page
κατοικοφθορέω
to ruin utterly

ShortDef

to ruin utterly

Debugging

Headword:
κατοικοφθορέω
Headword (normalized):
κατοικοφθορέω
Headword (normalized/stripped):
κατοικοφθορεω
IDX:
47331
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47332
Key:

Data

{'content': 'to ruin utterly'}