Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατοικία
κατοίκια
κατοικίδιος
κατοικίζω
κατοικικός
κατοίκισις
κατοικισμός
κατοικιστής
κατοικοδομέω
κατοικονομέω
κάτοικος
κατοικοφθορέω
κατοικτείρω
κατοικτίζω
κατοίκτισις
κάτοικτος
κατοιμώζω
κατοινόομαι
κάτοινος
κατοίομαι
κατοιχνέω
View word page
κάτοικος
a settler

ShortDef

a settler

Debugging

Headword:
κάτοικος
Headword (normalized):
κάτοικος
Headword (normalized/stripped):
κατοικος
IDX:
47330
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47331
Key:

Data

{'content': 'a settler'}