Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατοικητήριον
κατοικία
κατοίκια
κατοικίδιος
κατοικίζω
κατοικικός
κατοίκισις
κατοικισμός
κατοικιστής
κατοικοδομέω
κατοικονομέω
κάτοικος
κατοικοφθορέω
κατοικτείρω
κατοικτίζω
κατοίκτισις
κάτοικτος
κατοιμώζω
κατοινόομαι
κάτοινος
κατοίομαι
View word page
κατοικονομέω
to manage well

ShortDef

to manage well

Debugging

Headword:
κατοικονομέω
Headword (normalized):
κατοικονομέω
Headword (normalized/stripped):
κατοικονομεω
IDX:
47329
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47330
Key:

Data

{'content': 'to manage well'}