Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀμόργινος
ἀμοργίς
ἄμοργις
ἀμοργίτας
Ἀμοργίτης
ἀμοργός
Ἀμοργός
ἀμοργός2
Ἀμοργοῦς
ἀμορία
ἄμορος
ἀμορφία
ἄμορφος
ἀμορφόω
ἀμόρφωτος
ἆμος
ἀμός
ἁμός
ἁμός2
ἀμόσχευτος
ἄμοτον
View word page
ἄμορος
unlucky, wretched
ShortDef
unlucky, wretched
Debugging
Headword:
ἄμορος
Headword (normalized):
ἄμορος
Headword (normalized/stripped):
αμορος
IDX:
4732
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4733
Key:
Data
{'content': 'unlucky, wretched'}