Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατοίκησις
κατοικητήριον
κατοικία
κατοίκια
κατοικίδιος
κατοικίζω
κατοικικός
κατοίκισις
κατοικισμός
κατοικιστής
κατοικοδομέω
κατοικονομέω
κάτοικος
κατοικοφθορέω
κατοικτείρω
κατοικτίζω
κατοίκτισις
κάτοικτος
κατοιμώζω
κατοινόομαι
κάτοινος
View word page
κατοικοδομέω
to build upon

ShortDef

to build upon

Debugging

Headword:
κατοικοδομέω
Headword (normalized):
κατοικοδομέω
Headword (normalized/stripped):
κατοικοδομεω
IDX:
47328
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47329
Key:

Data

{'content': 'to build upon'}