Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατοικέσια
κατοικέω
κατοίκησις
κατοικητήριον
κατοικία
κατοίκια
κατοικίδιος
κατοικίζω
κατοικικός
κατοίκισις
κατοικισμός
κατοικιστής
κατοικοδομέω
κατοικονομέω
κάτοικος
κατοικοφθορέω
κατοικτείρω
κατοικτίζω
κατοίκτισις
κάτοικτος
κατοιμώζω
View word page
κατοικισμός
habitation

ShortDef

habitation

Debugging

Headword:
κατοικισμός
Headword (normalized):
κατοικισμός
Headword (normalized/stripped):
κατοικισμος
IDX:
47326
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47327
Key:

Data

{'content': 'habitation'}