Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κάτοιδα
κατοιδέω
κατοίησις
κατοικέσια
κατοικέω
κατοίκησις
κατοικητήριον
κατοικία
κατοίκια
κατοικίδιος
κατοικίζω
κατοικικός
κατοίκισις
κατοικισμός
κατοικιστής
κατοικοδομέω
κατοικονομέω
κάτοικος
κατοικοφθορέω
κατοικτείρω
κατοικτίζω
View word page
κατοικίζω
settle

ShortDef

settle

Debugging

Headword:
κατοικίζω
Headword (normalized):
κατοικίζω
Headword (normalized/stripped):
κατοικιζω
IDX:
47323
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47324
Key:

Data

{'content': 'settle'}