Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατοιάδες
κάτοιδα
κατοιδέω
κατοίησις
κατοικέσια
κατοικέω
κατοίκησις
κατοικητήριον
κατοικία
κατοίκια
κατοικίδιος
κατοικίζω
κατοικικός
κατοίκισις
κατοικισμός
κατοικιστής
κατοικοδομέω
κατοικονομέω
κάτοικος
κατοικοφθορέω
κατοικτείρω
View word page
κατοικίδιος
living in
ShortDef
living in
Debugging
Headword:
κατοικίδιος
Headword (normalized):
κατοικίδιος
Headword (normalized/stripped):
κατοικιδιος
IDX:
47322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47323
Key:
Data
{'content': 'living in'}