Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατοδυνάω
κατοδύρομαι
κατόζω
κατοιάδες
κάτοιδα
κατοιδέω
κατοίησις
κατοικέσια
κατοικέω
κατοίκησις
κατοικητήριον
κατοικία
κατοίκια
κατοικίδιος
κατοικίζω
κατοικικός
κατοίκισις
κατοικισμός
κατοικιστής
κατοικοδομέω
κατοικονομέω
View word page
κατοικητήριον
a dwelling-place, abode

ShortDef

a dwelling-place, abode

Debugging

Headword:
κατοικητήριον
Headword (normalized):
κατοικητήριον
Headword (normalized/stripped):
κατοικητηριον
IDX:
47319
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47320
Key:

Data

{'content': 'a dwelling-place, abode'}